λαγούς

λαγούς
λαγών
the hollow on each side below the ribs
fem acc pl
λαγῶς
hare
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λάγους — Λάγος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

  • πετραχήλι — Το πετραχήλιον ή επιτραχήλιον, ένα δηλαδή από τα άμφια των κληρικών. Είναι κομμάτι από ύφασμα που το φορούν από τον τράχηλό τους ως άμφιο και ως διακριτικό τους αξιώματός τους οι πρεσβύτεροι. Ως σύμβολο της ιερατικής εξουσίας, πρέπει να το φορούν …   Dictionary of Greek

  • αδηφάγος — Ονομασία γένους σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας των μουστελιδών. Ζουν στη Σιβηρία, στον Καναδά, στην Αλάσκα και στην Αρκτική περιοχή. Παλαιότερα ζούσαν και σε νοτιότερες περιοχές της Ευρώπης, σήμερα όμως ελάχιστα υπάρχουν στη Σκανδιναβική… …   Dictionary of Greek

  • απτώξ — ἀπτώξ ( ῶκος), ο (Α) 1. (για τόπο) ο χωρίς λαγούς 2. ο άφοβος …   Dictionary of Greek

  • δύο — και δυο (AM δύο) 1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα 2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα… …   Dictionary of Greek

  • επαναρρίπτω — ἐπαναρρίπτω και ἀναρριπτῶ, έω (Α) 1. ενεργ. ρίχνω κάτι ψηλά, στον αέρα 2. (αμτβ.) (κυρίως για λαγούς) τινάζομαι ψηλά, στον αέρα …   Dictionary of Greek

  • ευλαγής — εὐλαγής, ές (Α) (για τόπο) γεμάτος λαγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λαγός] …   Dictionary of Greek

  • κανάτι — (I) το 1. μικρό πήλινο δοχείο νερού, λαγήνι, σταμνί («ένα κανάτι νερό») 2. στον πληθ. τα κανάτια χάλκινα κασσιτερωμένα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί αντί για ποτήρια ή φλιτζάνια για το πρωινό τους ρόφημα ή για το κρασί τους 3. ουροδοχείο… …   Dictionary of Greek

  • λαγοδαίτης — λαγοδαίτης, ὁ (Α) (για αετό) αυτός που κατατρώγει τους λαγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ* κρεο δαίτης, χρηματο δαίτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”